βαγκονλί

βαγκονλί
το
(λ. γαλλ.),βαγόνι αμαξοστοιχίας με κρεβάτια, η κλινάμαξα: Θα ταξιδέψω βράδυ βαγκονλί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”